"Η τιμή της Αγάπης"


Γράφει η dp
Τα ζητήματα που θίγονται είναι ουσιαστικά για την παρουσία και τη θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία γενικότερα. Αφιερωμένο λοιπόν το άρθρο για τη μέρα της Γυναίκας!



















Τώνια Μρκετάκη "Η τιμή της Αγάπης"

            Στην «Τιμή της Αγάπης (1984)» η σκηνοθέτης Τώνια Μαρκετάκη μιλάει για την πίεση που ασκεί το χρήμα αλλά και για τις κοινωνικές συμβάσεις στον αγνό έρωτα που νιώθει μια νέα, η Ρήνη, για έναν συντοπίτη της, αριβίστα και φιλοχρήματο νέο, τον Αντρέα. Η ιστορία εξελίσσεται στο νησί της Κέρκυρας στις αρχές του αιώνα. Τα ζητήματα που θίγονται είναι ουσιαστικά για την παρουσία και τη θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία γενικότερα. Μέσα από τον έρωτα και την απώλειά του, η Ρήνη οδηγείται στην απελευθέρωση και στην γυναικεία χειραφέτηση. Εξαιρετική περίπτωση και μεγάλο ενδιαφέρον έχει και ο χαρακτήρας της μητέρας της Ρήνης. Η μάνα εδώ, φέρει όλη εκείνη την τραγικότητα της κοινωνικής πίεσης  που ασκείται στην ίδια και στην οικογένειά της.
            Η ταινία γυρίστηκε στο νησί της Κέρκυρας μέσα στο κλίμα της εποχής που παρουσιάζει. Απέσπασε επτά Κρατικά Βραβεία, αλλά και το βραβείο «Χρυσή ελιά» στο φεστιβάλ Μεσογειακού κινηματογράφου. Η Μαρκετάκη σπούδασε στο Παρίσι μαζί με άλλους σημαντικούς έλληνες δημιουργούς του ελληνικού κινηματογράφου, η μόνη γυναίκα. Είχε έντονες σοσιαλιστικές και φεμινιστικές αντιλήψεις και πίστευε στην γυναικεία χειραφέτηση, αλλά και στην γυναικεία δημιουργικότητα.

Η τιμή της αγάπης

Με την τιμή της αγάπης μια ταινία του 1983-1984 η σκηνοθέτης τώνια Μαρκετάκη πραγματώνει ένα όνειρό της, αυτό του να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη την νουβελα του Κ. Θεοτόκη «Η τιμή και το χρήμα». Η ιστορία της ταινίας είναι απλή και εύκολα γίνεται κατανοητή από όλους, αφού είναι μια ιστορία που οι περισσότεροι από εμάς θα έχουμε ακούσει από τις περιγραφές των μεγαλύτερών μας (γιαγιάδες-παπούδες) για τις κοινωνικές επιταγές μιας προηγούμενης αλλά όχι και τόσο μακρινής περιόδου. Κέρκυρα, στις αρχές του αιώνα διαμορφώνονται σε μια πολιτικά αστάθμητη και χωρίς ισορροπίες εποχή τα πρώτα σοσιαλιστικά σκιρτήματα μέσα σε μια κοινωνία που αλλάζει, μεταμορφώνεται και μετασχηματίζεται απότομα, σχεδόν με βία κάτω από την πίεση των καιρών. Οι πρώτοι τριγμοί αυτής της συγκηρίας εντοπίζονται στους θεσμούς, αφού δειλά-δειλά αναδύονται νέες αξίες. Μέσα σε αυτό το κλίμα της ανασφάλειας και της ανασύνθεσης, η αγάπη και η  σύγκρουση των δύο φύλων, η θέση της γυναίκας, η μητριαρχία και φυσικά η προίκα, είναι ζητήματα πολύ σοβαρά που η σκηνοθέτης αναδυκνύει και σχολιάζει[1].
Η Ελλάδα μόλις έχει βγει από έναν σκληρό, ταπεινωτικό πόλεμο και μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού είναι καταζητούμενοι. Η μετανάστευση είναι συχνό φαινόμενο και οι κυβερνήσεις αλλάζουν σαν τα πουκάμισα μέσα ακόμα και μέσα σε λίγες μέρες. Στην Κέρκυρα ‘εχει δημιουργηθεί ένα προλεταριάτο, αφού είναι από τις πρώτες βιομηχανικές περιοχές της χώρας. Ταυτόχρονα όμως είναι και ένα κοσμοπολίτικο κέντρο, παραθεριστικό κέντρο των κάιζερ, φανερ΄ψνει μια προέκταση της δυτικής νοοτροπίας στα πλαίσια μιας ανατολικής για την εποχή Ελλάδας.
Σε αυτό το κοινωνικό, ιστορικό και οικονομικό πλαίσιο ένας έρωτας, μια ιστορία αγάπης, είναι δεμένη με τα πρώτα σκιρτήματα του φεμινισμού. Η Ρήνη, είναι κόρη μιας φτωχής οικογένειας προλεταρίων και ερωτεύεται τον Αντρέα, γόνο μιας αριστοκρατικής αλλά ξεπεσμένης οικονομικά οικογένειας, που προσπαθεί να σώσει ότι μπορεί από την χαμένη αίγλη, μα κυρίως να σώσει το υποθηκευμένο αρχοντικό του, που είναι και το πατρικό του σπίτι. Ο Αντρέας μέσα σε αυτή του την άσχημη οικονιμική κατάσταση κάνει λαθρεμπόριο κάτω από την προστασία του τότε ντόπιου υπουργού, του οποίου είναι και κομματάρχης, ενώ σκέφτεται να παντρευτεί μια πλούσια νύφη για να οικειοποιηθεί την προίκα της αλλά ερωτεύεται την Ρήνη.
Η μάνα της Ρήνης, η σιόρα Επιστήμη, με περίσια φροντίδα έχει καταφέρει να συγκεντρώσει ένα χρηματικό ποσό, ένα κομπόδεμα από την σκληρή δουλειά της στο εργοστάσιο της περιοχής, αλλά και από κάποιες κρυφές συνεργασίες με τους λαθρέπμπορους. Αρνείται πεισματικά όμως να δώσει την προίκα που της ζητά ο Αντρέας, προκειμένου να στεφανωθεί την κόρη της. Δίνει μόνο εκείνο το ποσό που της αναλογεί η μερίδα της, αφού το ποσό που έχει μερίδιο το κάθε παιδί της το έχει υπολογισμένο. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σχετικά με τον χαρακτήρα της μάνας, είναι το γεγονός ότι φέρει όλη την τραγικότητα της κοινωνικής πίεσης και στην ουσία οδηγεί την ιστορία στα άκρα της. Η σκηνοθέτης δημιουργεί ένα αμφίσημο πρόσωπο. Εκείνο μιας γυναίκας φιλοχρήματης και τυφλωμένης από γινάτι, που συμπορεύεται με τις κοινωνικές συμβάσεις, ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας άνθρωπος που προσπαθεί να αντισταθεί στην αντρική παραδοσιακή βία.
Η Ρήνη, παρασυρμένη από το πάθος της, κι ενώ έχει συμφωνήσει να παντρευτεί με άλλον νέο ο οποίος ήταν σύμφωνος με την προίκα, εγκαταλείπει το σπίτι της και υποκύπτει στον εκβιασμό του Αντρέα και τον ακολουθεί έτσι στο σπίτι του με έναν σκοπό: να εξαναγκαστεί η μάνα να δώσει το ποσό που ζητά ο Αντρέας, όταν θα πρέπει να αποκαταστήσει την χαμένη τιμή της κόρης της. Τότε είναι που πεισμώνει περισσότερο όμως η σιόρα Επιστήμη « Τρακόσια τάλαρα είναι η μερίδα της. Ούτε λεπτό παραπάνω δε δίνω...» αναφωνεί στο θείο του Αντρέα, όταν την επισκέφτηκε για το λόγι αυτό. Η Ρήνη ειπράτει αμέσω μετά το αντίτιμο της αγάπης της: την ταπείνωση και την ατίμωση. Κλεισμένη μέσα στο υποθηκευμένο αρχοντικο του Αντρέα, αφού ο κοινωνικός περίγυρος σχολιάζει την ‘άτιμωμένη και αστεφάνωτη κόρη’, ελπίζει σε καλύτερες μέρες. Έγινε όμως εκείνο που δεν έπρεπε, η κυβέρνηση έπεσε και ο Αντρέας χάνει την  προστασία του υπουργού πάνω στις κρυφές δουλειές του. Τώρα τον κυνηγούν οι χωροφύλακες για το λαθρεμπόριο, του κατάσχουν το καϊκι του με τα λαθραία που είναι και το μόνο βιοποριστικό του μέσο. Για να σωθεί από αυτόν το ξεπεσμό του που φυσικά σημαίνει αμέσως και την απώλεια του σπιτιού του, η μόνη λύση που βλέπει μπροστά του είναι η προίκα της Ρήνης. Αφού όμως δεν δίνονται τα τάλαρα από τη μάνα της, εκείνος θα παντρευτεί άλλη που δίνει «διπλά και τριπλά». Η Ρήνη που είναι έγκυος πια, εγκαταλείπεται και ταπεινώνεται. Ολομόναχη πια στο σπίτι του Αντρέα βρίσκει την απελπισία. Ορθώνει το ανάστημά της και πιάνει δουλειά στο εργοστάσιο κι όταν η μάνα  προκειμένου να σώσει την τιμή της κορης της και να την στεφανωθεί όπως ορίζουν οι κοινωνικές επιταγές, ο Αντρέας πάλι είναι ανένδοτος... και η μάνα πάνω στην απελπισία της του επιτείθεται με μαχαίρι. Οι χορωφύλακες αμέσως την απομακρύνουν και την οδηγούν στην φυλακή, ενώ εκείνη του πετά τα κειδιά του σπιτιού της. «Πάρτα όλα... μόνο στεφανώσου την..». Η απόγνωση στο μεγαλείο της! Η Ρήνη αφού όμως έχει αρχίσει να κερδίζει μόνη της το ψωμί της, επαναστατεί σε μια τέτοια αγοραπωλησία της αγάπης και της ίδιας της ζωής. Επιπλέον πείστηκε πια για τον χαρακτήρα και τα κίνητρα του Αντρέα τον διώχνει  «Δεν σε θέλω, τι να τον κάμω τέτοιον άντρα, δουλεύω, ποιόν έχω ανάγκη» του λέει. Αποφασίζει να πάρει τη ζωή στα χέρια της να φύγει και να δουλέψει μόνη της για να μεγαλώσει το παιδί που θα φέρει στον κόσμο.
Στις αρχές του ΄80 και μέσα στα πλαίσια του νεοτερικού ρεύματος[2] στον ελληνικό κινηματογράφο, αναδεικνύονται στοιχεία του γυναικείου ζητήματος σε αρκετές ταινίες της περιόδου. Η γυναίκα εμφανίζεται στο κέντρο του προβληματισμού και γίνεται αντικείμενο της αφήγησης, γίνεται εικόνα. Έτσι θα λέγαμε ότι ο νεότερος ελληνικός κινηματογράφος συμβαδίζει με το πορτραίτο της ‘νέας γυναίκας’. Βέβαια στην Ελλάδα η νεοτερικότητα εμφανίζεται μετά την μεταπολίτευση, όταν ο κινηματογράφος ασχολήθηκε με τα ευαίσθητα εκείνα ζητήματα που αφορούν στις αλλαγές και στην ισορροπία και στους ρόλους μεταξύ των δύο φύλων. Οι ταινίες που δημιουργήθηκαν εκείνη την εποχή, εξέφρασαν επιπλέον ζητήματα ιστορικής δικαίωσης και εθνικής αυτογνωσίας αλλά και κοινωνικής εξέγερσης, αλλά και της σύνδεσης της κοινωνίας με τα πολιτικά γεγονότα. Στην περίοδο του ΄80 μέσα σε όλα αυτά, συμβαίνει κάτι σημαντικό, πραγματοποιείται η ανάδυση ενός αυτόνομου φεμινιστικού κινήματος, το οποίο ζητά την κατάργηση των αναχρονιστικών διατάξεων για το οικογενειακό δίκαιο και την θέσπιση νέων νόμων και ρυθμίσεων πάνω σε ένα πλαίσιο των φεμινιστικών διεκδικήσεων, στο οποίο θα αναταποκριθεί η τότε κυβέρνηση, η οποία προωθούσε γενικότερα την «αλλαγή» μέσα από μια σειρά νομοθετικών μέτρων.
 Βλέπουμε ότι όλα αυτά τα χαρακτηριστικά εκδηλώνονται στην ταινία της σκηνοθέτιδας Τώνιας Μαρκετάκη «η τιμή της αγάπης». Σημαντικο δε είναι και το γεγονός, ότι η ίδια η σκηνοθέτης είχε την διάθεση να δημιουργήσει μια «λαϊκή» ταινία, μια ταινία δηλαδή που απευθύνεται στο ευρύτερο κοινό και όχι σε εκείνο το ειδικό και ιδιαίτερο κοινό που ασχολείται με την τέχνη της μεγάλης οθόνης. Η ίδια λέει[3] ότι μια ταινία παρόλα αυτά λαϊκή δεν αποκλείεται να είναι ταυτόχρονα και αισθητική. Όλη η ταινία είναι μια ζωγραφική, προσαρμοσμένη όμως μέσα σε ένα κλασικό επίπεδο.  Η ίδια λέει σε συνέντευξή της «Η ταινία είναι η αισθητική του Λύτρα. Πιστεύω πως δεν υπάρχει άνθρωπος λαίκός που θα δει έναν πίνακα του Λύτρα και δεν θα του αρέσει. Είναι ενάντια στην  ίδια τη φύση».  
Στην τιμή της αγάπης η σκηνοθέτης μιλά ακόμα και για το παρόν μέσω όμως μιας ιστορίας του παρελθόντος. Η γκάμα των θεμάτων που θίγονται στην ταινία είναι μεγάλη σε σχέση με τον αυτοκαθορισμό της γυναικείας ταυτότητας. Παρότι προβάλλεται η γυναικεία σεξουαλικποτητα και η απελευθέρωσή της για το γυναικείο φύλο, ταυτόχρονα μέσα στην ταινία αυτό απομυθοποιείται. Όταν ο Αντρέας αποκαλεί την Ρήνη «πουτάνα» ακριβώς επειδή του έδειξε εμπιστοσύνη, τον ακολούθησε και κοιμήθηκε μαζί του χωρίς να την έχει παντρευτεί, γεγονότα που ο ίδιος προκάλεσε, απομυθοποιείται εξολοκλήρου η ερωτική απόλαυση των δύο εραστών. Εν τω μεταξύ η υπόθεση αναδεικνύει όλα εκείνα τα κοινωνικά πεδία βάσει των οποίων κρίνεται η γυναίκα μέσα στην κοινωνία, δίνοντας όμως διαφορετικές απαντήσεις από αυτές που ίσως θα περίμενε κανείς για την εποχή που εκπροσωπείται στο φιλμ. Προωθεί την επαγγελματική και οικονομική ανεξαρτησία της γυναίκας, θίγει τη σχέση μητέρας-κόρης μια σχέση εξουσιαστική αλλά και υποστηρικτική ταυτοχρόνως, σχολιάζει τους καταπιεστικούς και υποτιμητικούς θεσμούς, όπως η προίκα. Όλα αυτά γίνονται ακόμη πιο ισχυρά όταν η αρσενική απουσία είναι έκδηλη. Η οικογένεια και το σπιτικό της Ρήνης ουσιαστικά κατευθύνεται και συντηρείται μόνο από την σιόρα Επιστήμη και τα χέρια της, αφού ο πατέρας είναι ένας ανύμπορος μεθύστακας και τα αδέλφια είναι πολύ μικρά. Έτσι λοιπόν η μάνα θα γίνει και ο υπερασπιστής της τιμής της κόρης. Η τραγική μάνα εδώ, είναι και μάνα και πατέρας, δίνει τη μάχη απέναντι στην ίδια τη ζωή και στην καταπιεστική κοινωνία και διαγράφεται, με την δράση της και τη συμπεριφορά της απέναντι στα γεγονότα, ακόμη και ο πόλεμος της μάνας-γυναίκας απέναντι στην εξουσιαστική δύναμη των ανδρών αλλά και απέναντι στην καταπιεστική κοινωνία. Είναι έκδηλο αυτό, αφού η μάνα αντιστέκεται μέχρι τελευταία στιγμή απέναντι στην εκμετάλευση που προωθείται από την ανδρική εξουσιαστική καταπίεση και οργισμένη επιτείθεται πια με το μαχαίρι.
Η γυναικεία χειραφέτηση είναι φανερή στο αποκορύφωμα της ταινίας όταν η Ρήνη, αποφασίζει να μην δεχτεί το παζάρι και την ψεύτικη αγάπη του Αντρέα, να μεγαλώσει το παιδί της μόνη της, δουλεύοντας. Είναι η στιγμή της γυναικείας αυτοεκτίμησης και ανεξαρτησίας. Η Ρήνη διεκδικεί την ακεραιότητα της ύπαρξής της σε μια κοινωνία που οι γυναίκες αναγκάζονται πολλές φορές να περάσουν μέσα από συμπληγάδες προκειμένου να είναι ανεξάρτητες και απελευθερωμένες από τις περιοριστικές παραδόσεις που τις θυματοποιούν.
Σύμφωνα με τον Κυριακίδη, η Μαρκετάκη στην ταινία αυτή έχει βρει την τέλεια ισορροπία μεταξύ ποιητικοτητας και ρεαλισμού, γεγονός που κάνει την ταινία πολύ σημαντική κατάκτηση της κινηματογραφίας μας. Ο ρεαλισμός στην «τιμή της αγάπης», εκπροσωπείται από την μετρημένη και άκρως δημιουργική ανάπλαση της εποχής[4].  Χωρίς να εξαντλούνται οι λεπτομέρειες στην μεταφορά, αφού η σκηνοθπετης δεν ενδιαφέρεται για την απόλυτα πιστή αντιγραφή της εποχής, του χώρου , των αντικειμένων, μεριμνεί με στόχο την ατμόσφαιρα που μεραφέρει, στον περίγυρο, σαν ένα μυστιαριακό φως που υπάρχει σε ένα δωμάτιο όταν ο άνθρωπος φεύγει. Μεταφέρει λοιπόν με φαντασία τις εικόνες του Θεοτόκη, χωρίς όμως να μένει στην πιστή αντιγραφή τη εποχής, διότι πιστεύει ότι στην αναδημιουργία η ταυτότητα διαλύεται και ο μίτος χάνεται[5]. Έτσι λοιπόν υποβάλλεται η διαχρονικότητα γεφυρόνονται οι εποχές, αλλά ο προβληματισμός μένει ο ίδιος. Η συνάντηση με το μελόδραμα στην ταινία είναι ουσιαστική. Η παθολογία των αρχέτυπων, ιερουργεί το ένστικτο όπως αναφέρει ο Κυριακίδης. Ο ρυθμός της ταινίας κλιμακώνεται, ώσπου να κορυφωθεί στις δύο τελευταίες σκηνές, που οι χαρακτήρες της ταινίας κυριολεκτικά «λένε» τον πόνο τους...

Εν κατακλείδι....
Σύμφωνα με τον κοινωνικό ρεαλισμό που χαρακτηρίζει την ταινία «Η τιμή της αγάπης» θα μπορούσαμε να επισημάνουμε, ότι ο χαρακτήρας κάποιου ανθρώπου είναι και το δημιούργημα των κοινωνικών-πολιτικών-ιστορικών συνθηκών, όπου ζει ο άνθρωπος αυτός. Οι περιστάσεις είναι αυτές που διαμορφώνουν την εξέλιξη της υπόθεσης. Η εργατική οικογένεια και ο ξεπεσμένος αριστοκράτης δρουν μέσα στα κοινωνικά πλαίσια και όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί στην κοινωνία όπου ζουν. Παγιδευμένοι οι δύο ανταγωνιστές απέναντι στις κοινωνικές συμβάσεις, μετατρέπουν ωστόσο την Ρήνη σε «εμπόρευμα» και η τύχη της νέας παίζεται για ορισμένα τάλαντα. Γίνεται ένα αντικείμενο εξευτελιστικής συναλλαγής. Μέσα λοιπόν από πολύ αντίξοες συνθήκες η Ρήνη, αναγκάζεται να ορθώσει το ανάστημά της, να ωριμάσει, να υψώσει την προσώπικότητά της και να κερδίσει την αυτοεκτίμησή της. Και τα καταφέρνει μέσα από το βλέμα της σκηνοθέτιδος, η οποία μετατρέπει την ήττα της μάνας, απέναντι στους εκβιασμούς του Αντρέα, σε κάθαρση όταν η κόρη επιλέγει την απελευθέρωσή της από τους παραδοσιακούς καταπιεστικούς και ταξικούς κανόνες της κοινωνίας και διαλέγει την ανεξαρτησία και την χεοραφέτηση.
Προσωπικά πιστεύω ότι πρόκειται για μια καταπληκτική ταινία, την οποία και απόλαυσα παρακολουθώντας την. Αντιλαμβάνομαι ότι δύο είναι οι δυνάμεις που η Τώνια Μαρκετάκη φέρνει σε άμεση αντιπαράθεση: Το χρήμα και την ηθική φύση του ανθρώπου. Το χρήμα όμως δεν μπορεί να αντικαθιστά πάντα όλες τις αξίες της ζωής, όπως είναι ο έρωτας και οι τίμιες ανθρώπινες σχέσεις. Γι αυτό από την κατάληξη της ταινίας και την τελική στάση της Ρήνης διαπιστώνεται, ότι μπορεί να θυσιάζεται ο έρωτας, αλλά μεγαλύτερη σημασία έχει η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Έτσι πιστεύω ότι η νίκη της Ρήνης είναι μια μεγάλη νίκη σε ηθικό επίπεδο, είναι μια νίκη εσωτερική, είναι μια νίκη – κάθαρση, αφού και ο εσωτερικός κόσμος της ηρωίδας έχει υποστεί μεγάλη δοκιμασία. Η Ρήνη καταφέρνει και ξεπερνά το δίλημμα των ιδεών της εποχής και τις κοινωνικές συμβάσεις και αναδεικνύει έτσι την προσωπική της επιλογή.  



Η τιμή της αγάπης


Έτος: 1984

Είδος: drama, historic

Διάρκεια: 110'

Χώρα: GR


http://greek-movies.com/movies.php?m=827


Σκηνοθεσία

Σενάριο

Ηθοποιοί





[1] Μαρκετάκη 42
[2] Αθανασάτου 35-36
[3] Μαρκετάκη συνέντευξη 49
[4] Κυριακίδης 26
[5] Κυριακίδης, 26

Σχόλια